Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

O Μονόκερος που περπατούσε πάντα μόνος

Ο Μονόκερος είναι ένα όμορφο, μυστηριώδες θηρίο που περπατά πάντα μόνος.Είναι σπάνιο να τον δεί κανείς.Μία μέρα όμως,έτυχε ο μονόκερος να κάνει περίπατο ανάμεσα στα άλλα ζώα. Εκείνη την μέρα,ο μονόκερος,μοιράστηκε τις παράξενες μαγικές δυνάμεις του με τα άλλα ζώα.

Μακριά, πολύ μακριά υπήρχε ένα δάσος.Σε ένα σημείο του δάσους,κάτω απο την σκιά των δέντρων, υπήρχε μια λίμνη με γλυκό πόσιμο νερό. Ήταν η λίμνη των ζώων », όπου όλοι πήγαιναν να πιουν νερό.Εκείνη την εποχή,για μήνες δεν είχε βρέξει καθόλου . Ο ήλιος έλαμπε ζεστός και άγριος, τα ρέματα και τα ποτάμια είχαν στερέψει. Το χόρτο άρχισε να αλλάζει χρώμα...γινόταν κίτρινο - καφέ. Ακόμα και τα ζιζάνια είχαν πεθάνει.Το νερό όμως, της λίμνης των ζώων,επειδή ήταν κάτω απο την σκιά των δέντρων δεν είχε στερέψει.Και έτσι τα ζώα είχαν αρκετό νερό για να πίνουν.

Ώσπου, μια μέρα, ένα ερπετό ήρθε συρόμενο από μια σπηλιά και κατευθύνθηκε προς την λίμνη.Πίνοντας το φίδι νερό,απελευθέρωσε στην λίμνη θανατηφόρο δηλητήριο,που έμοιαζε με πετρέλαιο και κάλυψε κάθε σπιθαμή της.Τότε το φίδι σύρθηκε μακριά και γύρισε γρήγορα πίσω στην σπηλιά του. Γιατί το φίδι το έκανε αυτό; Επειδή ήταν κακό... και δεν νοιαζόταν για κανέναν, παρά μόνο για τον εαυτό του. Αυτός ήταν ο λόγος.Όταν τα ζώα,πήγαν την συνηθισμένη ώρα στην λίμην για να πιούνε νερό,φθάνοντας στην άκρη της λίμνης,παρατήρησαν οτι μύριζε δηλητήριο και το είδαν να επιπλέει στην επιφάνεια. Ήξεραν ότι αν πιούν, θα πεθάνουν.Τα ζώα ήταν ταραγμένη. Ορισμένα ζώα αναστέναξαν απογοητευμένα ενώ κάποια άλλα τσίριξαν και βρυχήθηκαν απο το θυμό τους. Ωστόσο, κανένα δεν γύρισε να φύγει.Μέχρι το βράδυ ένα τεράστιο πλήθος απο ζώα είχε μαζευτεί γύρω απο την λίμνη.Ζώα που σίγουρα δεν ήταν καλοί φίλοι και που ποτέ δεν ήπιαν μαζί νερό,εκείνη την μέρα,στάθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο: το λιοντάρι, το βουβάλι, και η αντιλόπη... Ο λύκος, η καμήλα, το γαϊδούρι, τα πρόβατα και πολλά άλλα.Το φεγγάρι είχε ανέβει στον ουρανό, και ακόμη περισσότερα ζώα είχαν μαζευτεί... Ώρες ώρες, ορισμένοι φώναζαν θυμωμένοι, ε΄νω άλλοι,έβγαζαν πένθιμες κραυγές και ενώ η ώρα περνούσε,ο θυμός και η λύπη μεγάλωναν. Δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσε να τους βοηθήσει;

Ο όμορφος Μονόκερος που περπατούσε μόνος του, ήταν πολύ μακριά, αλλά κάποια στιγμή, άκουσε τα ζώα που φώναζαν και κατάλαβε ότι τον χρειάζονται. Άρχισε να τρέχει αργά στην αρχή, και στην συνέχειαανέπτυξε ταχύτητα,μέχρι που κάλπαζε γρηγορότερα κι απο τον άνεμο. Καθώς πλησίασε στο δάσος ,επιβράδυνε την ταχύτητά του για να μην πληγωθεί τρέχοντας ανάμεσα στα δέντρα. Είδε τα ζώα συγκεντρωμένα γύρω από την λίμνη και μύρισε το δηλητήριο. Κατάλαβε τι είχε συμβεί ... Ο Μονόκερος γονάτισε δίπλα στην λίμνη, χαμήλωσε το κεφάλι του,και άρχισε να βυθίζει το κέρατό του στο νερό, όλο και περισσότερο, μέχρι που το κέρατο καλύφθηκε πλήρως. Περίμενε για μια στιγμή και μετά τράβηξε το κέρας του έξω από το νερό και σηκώθηκε.Το μαγικό κέρας του είχε κάνει το έργο του. Το δηλητήριο είχε πια φύγει!!

Το νερό ήταν και πάλι φρέσκο και αγνό .Χωρίς να σπρώχνονται και να τσακώνονται τα ζώα κάθε είδους,χαμήλωσαν τα κεφάλια τους και έπιναν νερό διψασμένα. Όταν έσβησε η δίψα τους και η δύναμή τους επανήλθε , με μια φωνή όλοι άρχισαν να ευχαριστούν θερμά τον Μονόκερο.
Αλλά αυτός,δεν ήταν πια εκεί.... Αφού είχε κάνει το έργο του,έφυγε... Η ευχαρίστησή του,ήταν να είναι πάντα μόνος του...
Ήταν ο Μονόκερος που περπατούσε πάντα μόνος....
__________________

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

ασδ

Μια μοναξια που μυριζει λεβαντα
Μια μοναξια που μυριζει θανατο
μια μοναξια που μακρια σου δεν λυνεται
τοσα λογια κρυβονται πισω απο τα χειλη μου
κ δεν στα λενε ,
οχι απο ντροπη αλλα επειδη φοβουνται μην κουραστουν
μην κουραστουν την ωρα που θα ζητησεις ενα δικο μου φιλι.
Μα εσυ εισαι εδω κ δεν ζητας το φιλι μου
Μα εσυ δεν ζητας ουτε καν ενα βλεμμα μου
Τωρα που τα λογια στερεψαν ας αφησουμε την σιωπη να μυρισει λεβαντα
Ετσι κ αλλιως το μονο που μυριζει πιο εκστατικα απο σενα ειναι ο θανατος.

ΑΝ ΘΥΜΑΣΑΙ.

Αντικρυζοντας την χαοτικη πλευρα του εαυτου μου,
Που σαν κρυμμενη θεά των ονειρων μου,
Βουτηγμενη στις πιο αποκρυφες εννοιες της γοητειας
Με ταξιδεψε στον δικο της κοσμο.
Μα σαν το φως ξαναφανηκε ,αυτη εγινε κ παλι σκια.
Ερωτευμενος παραφορα με τις σκιες κλειστηκα στα σκοταδια,
Γαληνια νοιωθω την μονοχνωτη σκια να παιδιαριζει
Με ηχους γαργαλιστικους στα αυτια μου,
Σα την πιο εμπειρη γυναικα να ξυπανει και να κοιμιζει την καθε μου επιθυμια.
Ημιλυποθυμος απο την νιρβανα που απλοχερα μου χαρισε η μοναξια
Σκονταφτω πανω στα παιδικα μου χρονια,
Και σα τρομαγμενο μωρο που με εκτρωση το βαφτισαν
Βλεπω το δραμα της ζωης μου να εξελισετε,
Και ενω εγω κλαιω και κραυγαζω την αγωνια μου,
Εσεις σαν ηθικη ταινια το θαυμαζεται.
Θελω κ εγω να ανεβω ψηλα ,μα, ο νους μου
Παραιτηθηκε απο καθε ειδος προσπαθειας.
Καθε μερα ολο και πιο βαθεια κρυβομαι μεσα μου.
Ποναω αλλα σιγουρος ειναι ο δρομος,
Οταν στο τερμα φτασω, πια δεν θα πονω,
Οταν στο τερμα φτασω, δεν θα νοιωθω πια,
Οταν στο τερμα φτασω ισως κ ο αγγελος του Ποε
Για μενα κραυγασει, ‘ποτε πια’.......